στοιχειώδη

στοιχειώδη
στοιχειώδης
elementary
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
στοιχειώδης
elementary
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
στοιχειώδης
elementary
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καόνια ή Κ-μεσόνια — Στοιχειώδη σωματίδια που είναι 965 φορές πιο βαριά από το ηλεκτρόνιο. Ανήκουν στα μεσόνια, γιατί η μάζα τους βρίσκεται ενδιάμεσα από τη μάζα του ηλεκτρονίου και του πρωτονίου, που είναι 1.836 φορές πιο βαρύ από το ηλεκτρόνιο. Τα κ. ονομάζονται… …   Dictionary of Greek

  • υπερόνια — Στοιχειώδη σωμάτια τα οποία χαρακτηρίζονται από μια μάζα μεγαλύτερη από εκείνη του νουκλεονίου (πυρήνας) και από ένα μέσο χρόνο ζωής της τάξης μεγέθους μερικών δέκατων του δισεκατομμυριοστού του δευτερολέπτου (10 10 s) και επομένως μεγάλο σε… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • ισοδυναμία ή ισότητα — Όρος της Λογικής, σύμφωνα με τον οποίο αν Α και Β αποτελούν δύο λογικές προτάσεις και συμβαίνει από την Α να συνάγεται η Β και από τη Β να συνάγεται η Α, τότε θεωρείται ότι η πρόταση Α είναι ισοδύναμη με τη Β και γράφεται συμβολικά: Α ⇔ Β. Δηλαδή …   Dictionary of Greek

  • ομάδα — I (Κοινωνιολ.). Κεντρική έννοια της νεότερης κοινωνιολογίας που από τον Κυβιλιέ ορίζεται σαφώς ως «επιστήμη των ανθρώπινων ομάδων». Με την προφανή προϋπόθεση ότι μια ομάδα σχηματίζεται από πολλά μέλη, η θεωρία των κοινωνικών ομάδων αντιμετωπίζει… …   Dictionary of Greek

  • οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… …   Dictionary of Greek

  • παιδεία — Δραστηριότητα η οποία αποσκοπεί στο να μεταδώσει, με τη διδασκαλία, κατά τρόπο οργανικό κατά κανόνα, σειρά θεωρητικών ή πρακτικών γνώσεων. (Γενικότερα ο όρος παιδεία σημαίνει επίσης τη μόρφωση και κάποτε και την καλλιέργεια). Ανάλογα με εκείνον… …   Dictionary of Greek

  • σχολείο — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… …   Dictionary of Greek

  • σχολειό — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… …   Dictionary of Greek

  • Όιλερ, Λέοναρντ — (Leonhard Euler, Βασιλεία 1707 – Πετρούπολη 1783). Ελβετός μαθηματικός. Υπήρξε μαθητής του Τζοβάνι Μπερνούλι και το 1730 ονομάστηκε καθηγητής της φυσικής στην Ακαδημία Επιστημών της Πετρούπολης, όπου το 1733 διαδέχτηκε τον Ντανιέλε Μπερνούλι στην …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”